χαλάδριον

χαλάδριον
χαλάδριον
mat
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… …   Dictionary of Greek

  • χάλανδρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «κράββατον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χαλάδριον, με έρρινο ένθημα ν πριν από το επίθημα] …   Dictionary of Greek

  • χαλάτριον — τὸ, ΜΑ βλ. χαλάδριον …   Dictionary of Greek

  • χαράδριον — (I) και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α [χαράδρα] υποκορ. τού χαράδρα. (II) τὸ, Μ βλ. χαλάδριον …   Dictionary of Greek

  • χελάδριον — τὸ, Α βλ. χαλάδριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”